παιδολάσι

παιδολάσι
το
παιδοβόλι, παιδομάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -λάσι* (πρβλ. ανδρο-λάσι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -λάσι — β συνθετικό ουσιαστικών < μσν. λάσι < αρχ. ἔλασις, το οποίο δηλώνει αφθονία, πλησμονή. Στη λ. ἔλασις υπήρχε η έννοια τού πλήθους τών ελαυνομένων ζώων, που εύκολα γενικεύθηκε.Παραδείγματα λέξεων με λάσι: νεοελλ. αμπελολάσι, ανδρολάσι,… …   Dictionary of Greek

  • γυναικολάσι — το το γυναικομάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. γυναίκα + λάσι* (πρβλ. αντρολάσι, παιδολάσι)] …   Dictionary of Greek

  • γυφτολασιά — η και γυφτολάσι, το η γυφτουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γυφτολασία < γύφτος + λασιά* και ο τ. γυφτολάσι < γύφτος + λάσι* (πρβλ. γυναικολάσι, παιδολάσι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”